- δεκαπλασιάζω
- (AM δεκαπλασιάζω)[δεκαπλάσιος]πολλαπλασιάζω κάτι επί δέκα, κάνω κάτι δέκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερονεοελλ.κάνω κάτι πολύ μεγαλύτερο, το αυξάνω πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκαπλασιάζω — δεκαπλασιάζω, δεκαπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δεκαπλασιάζω — ίασα, ιάστηκα, δεκαπλασιασμένος, πολλαπλασιάζω κάτι με το δέκα, αυξάνω κάτι: Δεκαπλασίασε τους πελάτες του μαγαζιού του με τη συμπεριφορά και την εξυπηρέτησή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκαπλασιάσω — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor subj act 1st sg δεκαπλασιάζω multiply by ten fut ind act 1st sg δεκαπλασιάζω multiply by ten aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιαζόμενον — δεκαπλασιάζω multiply by ten pres part mp masc acc sg δεκαπλασιάζω multiply by ten pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιασθέντα — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part pass neut nom/voc/acc pl δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιάσαντα — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part act neut nom/voc/acc pl δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιάσατε — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor imperat act 2nd pl δεκαπλασιάζω multiply by ten aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιασθεῖσα — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιασθείς — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασιασθείσης — δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)